πεζός

πεζός
-ή, -ό / πεζός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. το αρσ. ως ουσ. αυτός που πορεύεται με τα πόδια μεταβαίνοντας από τον έναν τόπο στον άλλο, πεζοπόρος, σε αντιδιαστολή με τον εποχούμενο ή έφιππο
2. οδοιπόρος, αυτός που πορεύεται στην ξηρά, όχι όμως κατ' ανάγκη και με τα πόδια του, σε αντιδιαστολή με τον ποντοπόρο
νεοελλ.
1. (για συγγραφέα) αυτός που γράφει χωρίς μέτρο και ρυθμό, ο πεζογράφος, σε αντιδιαστολή με τον ποιητή
2. μτφ. (για πρόσ.) ο χωρίς εξάρσεις, αυτός που δεν ενθουσιάζεται εύκολα, ο πολύ συνηθισμένος και κοινότοπος, χωρίς καμιά τάση προς το ωραίο, το πρωτότυπο, το υψηλό
νεοελλ.-αρχ.
1. (για λόγο γραπτό ή προφορικό) α) ο πεζογραφικός, αυτός που δεν είναι έμμετρος, δεν είναι ποιητικός
β) αυτός που δεν έχει γλαφυρότητα και πρωτοτυπία αλλά είναι μονότονος και φτωχός
2. (για στρατ.) αυτός που ενεργεί μόνο στην ξηρά και όχι στη θάλασσα ή στον αέρα
3. το αρσ. ως ουσ. ο πεζός
ο οπλίτης τού πεζικού
αρχ.
1. (για στρατ. δύναμη) ο τού πεζικού, σε αντιδιαστολή με τη ναυτική δύναμη και το ιππικό
2. (για μάχη) ο κατά ξηρά, αυτός που διεξάγεται στην ξηρά
3. (για ζώα) ο στεριανός, ο χερσαίος, αυτός που ζει στην ξηρά, σε αντιδιαστολή με τα πτηνά και τα ψάρια
4. μουσ. για άσμα, το χωρίς τη συνοδεία μουσικού οργάνου ή, αντίστροφα, για μουσικό όργανο, ο χωρίς τη συνοδεία άσματος, ο ψιλός
5. το αρσ. ως ουσ. ὁ πεζός
ο πεζικός στρατός, το πεζικό μάχιμο σώμα τού κατά ξηρά στρατού, το οποίο μάχεται πεζή, σε αντιδιαστολή με το ιππικό και το ναυτικό
6. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πεζά
το πεζικό
φρ. α) «ἔμμετρος πεζός λόγος» — έτσι ονομαζόταν ο πεζός λόγος ορισμένων Λατίνων συγγραφέων, όπως τού Κικέρωνος, τού Πλινίου τού Νεωτέρου, τού Συμμάχου, γιατί τα κείμενα τους υποτάσσονταν σε κανόνες εναλλαγής μακρών και βραχέων συλλαβών
β) «ρυθμικός πεζός λόγος» — ο πεζός λόγος στον οποίο η αμοιβαία θέση τών λέξεων καθορίζεται όχι τόσο από την ποσότητα (μακρό - βραχύ), όπως στον έμμετρο πεζό λόγο, αλλά από τον τόνο
γ) «πεζὴ θήρα» — το κυνήγι τών χερσαίων ζώων, η πεζοθηρία
δ) «πεζή τις ποιητική» — είδος κατώτερης κωμικής ποίησης σε ελεύθερο στίχο, Λουκιαν.
ε) «πεζαὶ ἑταῑραι» ή «πεζοὶ μόσχοι» — πόρνες κοινότατες και εξ επαγγέλματος, οι οποίες δεν γνωρίζουν μουσική, χορό και γενικά τις ωραίες τέχνες, σε αντιδιαστολή με τις μουσικές, εταίρες
7. (η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) πεζῇ
α) πεζή, με τα πόδια, σε αντιδιαστολή με το εφίππως
β) διά ξηράς.
επίρρ...
πεζή Ν
με τα πόδια, περπατώντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πεζός προέρχεται από την ΙΕ ρίζα *ped- «πόδι» (βλ. λ. πους) με κατάλ. -*jo και αντιστοιχεί με το αρχ. ινδ. pad-ja- «αυτός που αναφέρεται στο πόδι». Η ίδια κατάλ. *-jo απαντά και σε ορισμένα συνθ., όπως το λατ. acu-ped-ius «ωκύπους, γοργοπόδαρος». Η άποψη ότι η λέξη πεζός (< *πεδ-jο-) είναι συνθ. με β' συνθετικό το θ. τού ρ. εἶμι «πηγαίνω» δεν θεωρείται πιθανή. Το επίθ. πεζός χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει αυτόν που πηγαίνει με τα πόδια ή αυτόν που ζει στην ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τη θάλασσα ή τον αέρα. Ήδη από τον Όμ. η λ. και ως επίθ. και ως ουσ. (πρβλ. ὁ πεζός, τὸ πεζόν) αναφέρεται στο τμήμα τού στρατού που αγωνίζονται πεζοί, σε αντιδιαστολή προς τους έφιππους άνδρες και κυρίως το ναυτικό. Στη Νέα Ελληνική το επίθ. έχει διατηρήσει τις σημ. αυτές, επί πλέον όμως χαρακτηρίζει τα κείμενα που δεν είναι γραμμένα σε στίχους, σε έμμετρο λόγο (για τη χρήση αυτή πρβλ. το λατ. pedestris oratio «πεζός λόγος»).
ΠΑΡ. πεζεύω, πεζικός, πεζότητα(-της)
αρχ.
πεζίτης
μσν.- νεοελλ.
πεζούρα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) πεζέταιροι, πεζογράφος, πεζοδρόμος, πεζολόγος, πεζομάχος, πεζοπόρος
αρχ.
πεζακοντιστής, πέζαρχος, πεζοβατώ, πεζοβόας, πεζοθηρικός, πεζομάχης, πεζονομικός, πεζονόμος, πεζοφανής
μσν.
πεζολέκτης, πεζόπτερος
νεοελλ.
πεζογέφυρα, πεζόδρομος, πεζοκεφαλαία, πεζολάτης, πεζοναύτης, πεζοτράγουδο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πεζός — on foot masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζός — ή, ό 1. αυτός που βαδίζει πεζός, πεζοπόρος. 2. στρατιώτης του πεζικού στρατεύματος. 3. για λόγο, είδος προφορικού ή γραπτού λόγου: Πολλοί ποιητές έγραψαν και πεζά έργα. 4. μτφ., αυτός που μιλάει ή γράφει ρηχά, ακαλαίσθητα: Ο ομιλητής ήταν πολύ… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἒφιππος καὶ πεζός, ἄφαντος συνοδία. — ἒφιππος καὶ πεζός, ἄφαντος συνοδία. См. Пеший конному не товарищ …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πεζά — πεζός on foot neut nom/voc/acc pl πεζά̱ , πεζός on foot fem nom/voc/acc dual πεζά̱ , πεζός on foot fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζόν — πεζός on foot masc acc sg πεζός on foot neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζότατα — πεζός on foot adverbial superl πεζός on foot neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζότατον — πεζός on foot masc acc superl sg πεζός on foot neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζαῖς — πεζός on foot fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζαί — πεζός on foot fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζοτάτη — πεζός on foot fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”